- μοιχαλίδος
- прелюбодейства
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
μοιχαλίδος — μοιχαλίς unfaithful to God fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Minuscule 95 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 95 Text Gospel of Luke, Gospel of John † Date 12th century Script Greek … Wikipedia
Minuskel 95 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Minuskel 95 Text Evangelien † Sprache griechisch Datum 12. Jahrhundert Gefunden … Deutsch Wikipedia
ακατάπαυστος — η, ο (Α ἀκατάπαυστος, ον) (νεοελλ. και ακατάπαυτος, η, ο) [καταπαύω] ο ασταμάτητος, ο συνεχής «ακατάπαυστοι πόνοι» αρχ. «ἀκατάπαυστοι στάσεις» (Πολύβ. 4, 17, 4) αρχ. 1. αυτός που δεν μπορεί να απομακρυνθεί, να κάνει αποχή από κάτι «ὀφθαλμοὺς… … Dictionary of Greek
μοιχαλίδα — η (ΑΜ μοιχαλίς, ίδος) έγγαμη γυναίκα που διαπράττει μοιχεία, που απατά τον άνδρα της νεοελλ. πόρνη μσν. αρχ. ως επίθ. διεφθαρμένη («γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῑον ἐπιζητεῑ», ΚΔ) | αρχ. 1. γυναίκα που δεν πιστεύει στον θεό, άπιστη 2. η τάση… … Dictionary of Greek